- υληωρός
- -όν, Αβλ. υλωρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑληωρός — watching the wood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑληωρόν — ὑληωρός watching the wood masc/fem acc sg ὑληωρός watching the wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑληωροί — ὑληωρός watching the wood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλωρός — ο / ὑλωρός, ΝΑ, και ὑληωρός και ὑληώρης Α (παλ. λόγιος όρος) ο φύλακας τού δάσους, δασοφύλακας αρχ. άρχοντας στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη τών δασών («καλοῡσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek